- δημοποίητος
- δημοποίητος, -ον (Α)(για ξένους ή απελεύθερους) αυτός που πολιτογραφήθηκε, που έγινε πολίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημοποίητος — made a citizen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοποίητον — δημοποίητος made a citizen masc/fem acc sg δημοποίητος made a citizen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοποιήτοις — δημοποίητος made a citizen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοποιήτου — δημοποίητος made a citizen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοποιήτους — δημοποίητος made a citizen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοποιήτων — δημοποίητος made a citizen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοποίητα — δημοποίητος made a citizen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοποίητοι — δημοποίητος made a citizen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek